- ενάερος
- ος , ον парящий в воздухе
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ενάερος — η, ο (AM ἐνάερος, ον) εναέριος αρχ. αυτός που έχει το χρώμα τού αέρα, που δεν διακρίνεται. επίρρ... ενάερα και ανάερα εναέρια, με εναέριο τρόπο, ανάλαφρα … Dictionary of Greek
ἐνάερον — ἐνά̱ερον , ἐνάερος tinted like the air masc/fem acc sg ἐνά̱ερον , ἐνάερος tinted like the air neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)